- οἷμον
- οἷμοςwayfem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οἶμον — οἶμος way masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
PAMPHYLIUM — Mare seu Pamphylius Sinus, dicitur is, quem Pamphylii accolunt: quô nomine etiam Cilicium interdum comprehendebant. Nam et Cyprum Παμφυλίου ἔνδοθι κόλπου, Pamphylio in Sinu, collocat Dionysius, cum illa Insul. opposita sit tota Ciliciae orae… … Hofmann J. Lexicon universale
SCYTHAS vel SCYTHES — SCYTHAS, vel SCYTHES Herculis fil. a quo Scythiam dictam putant; licet nonnulli Scythas dictos volunt ἀπὸ τȏυ σκύζεςθαι, sunt enim iracundiores. Cael. Rhodig. l. 18. c. 24. Plin. vero l. 7. c. 56. Arcum et sagittas Scythen, Iovis filium invenisse … Hofmann J. Lexicon universale
ανυπόστροφος — ἀνυπόστροφος, ον (Α) 1. αυτός που δεν έχει δρόμο επιστροφής, από εκεί που κανένας δεν γυρίζει («κωκυτοῡ ναίων ἀνυπόστροφον οἶμον ἀνάγκης» για τον Κάτω Κόσμο Ορφ. Ύμν.) 2. (για αρρώστιες) αυτή που δεν κάνει υποτροπή, δεν ξαναγυρίζει (Ιπποκρ.) … Dictionary of Greek
οίμη — οἴμη, ἡ (Α) 1. άσμα, τραγούδι, ωδή («οἴμας Μοῡσ ἐδίδαξε», Ομ. Οδ.) 2. η ικανότητα να τραγουδά κάποιος («θεὸς δὲ μοι ἐν φρεσὶν οἴμας παντοίας ἐνέφυσεν», Ομ. Οδ.) 3. (κατά τον Ησύχ.) «οἴμη λόγος, ἱστορία». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη,… … Dictionary of Greek
οίμος — οἶμος, ὁ και ἡ και οἷμος, ὁ (Α) 1. δρόμος, οδός, ατραπός («τὸν αὐτὸν οἶμον... πορευόμενοι», Πλάτ.) 2. λωρίδα, γραμμή («δέκα οἴμοι ἔσαν μέλανος κυάνιο, δώδεκα δὲ χρυσοῑο καὶ εἴκοσι κασσιτέροιο», Ομ. Ιλ.) 3. μέρος χώρας, λωρίδα γης, χώρα 4. μτφ.… … Dictionary of Greek
ρόμβος — ῥόμβος, ΝΜΑ, και ῥύμβος Α 1. παραλληλόγραμμο μη ορθογώνιο που έχει τις τέσσερεις πλευρές του ίσες 2. ζωολ. ονομασία διαφόρων ψαριών 3. λόγια ονομασία τής σβούρας 4. ρομβοειδές τμήμα ξύλου το οποίο προσαρμόζεται σε χειρολαβή από τη μία επιμήκη… … Dictionary of Greek